- γιγνώσκει
- γιγνώσκωcome to knowpres ind mp 2nd sgγιγνώσκωcome to knowpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
μακαριότητα — η (AM μακαριότης, ητος) [μακάριος] ευδαιμονία, ευτυχία («καὶ τὸ δὴ τέλος ἁπάσης μακαριότητος εἶναι», Πλάτ.) νεοελλ. 1. πνευματική ή ψυχική γαλήνη, αταραξία 2. πνευματική νωθρότητα, αμεριμνησία, αδιαφορία 3. φρ. «η Αυτού Μακαριότητα» τιμητικός… … Dictionary of Greek